υπασπίστρια

υπασπίστρια
η, Ν
βλ. υπασπιστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπασπιστής — ο / ὑπασπιστής, ΝΜΑ, θηλ. υπασπίστρια Ν νεοελλ. 1. αξιωματικός τοποθετημένος ως έμπιστος ακόλουθος και γραμματέας ανώτερου στρατιωτικού διοικητή, ιδίως αρχηγού επιτελείου 2. ανώτερος αξιωματικός που συνοδεύει τιμητικά τον αρχηγό τού κράτους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”